απολυω

απολυω
    ἀπολύω
    ἀπο-λύω
    1) развязывать, отвязывать
    

(ἱμάντα κορώνης Hom.)

    2) снимать, убирать
    

(κρήδεμνον Hom.)

    3) освобождать, отпускать на свободу
    

(τινά Hom.; πολλῶν χρημάτων ἀπολύεσθαι Xen.)

    4) реже med. освобождать, избавлять
    

(τινά τινος Her., Xen., Plat., Plut.)

    τῆς στρατηΐης ἀπολελύσθαι Her. — быть освобожденным от военной службы

    5) освобождать, оправдывать
    

ἀ. τινὰ αἰτίας Her., Xen. — освобождать кого-л. от обвинения;

    ἀπέλυσαν αὐτὸν μέ φῶρα εἶναι Her. — его не признали вором;
    διαβολὰς ἀπολύεσθαι Thuc., Plat. — защищаться от клеветнических обвинений

    6) отпускать, прощать
    

(ἀνάλωμα Plat.; med. τὰς αἰτίας καὴ ὑπονοίας Plut.)

    7) распускать
    

(τοὺς Σπαρτιάτας οἴκαδε Xen.)

    8) отсылать
    

(τινὰ ἄδειπνον Arph.)

    ἀ. τὸν ἄνδρα Diod. — разводиться с мужем

    9) отделять
    

ἀπολύεσθαι (ἀπ΄) ἀλλήλων Arst. — разделяться, расставаться, разобщаться;

    ἀπολελυμένος Arst. — отдельный, обособленный, филос. безотносительный, абсолютный

    10) med. уходить, удаляться
    

(εἰς τὸν τόπον Polyb.)

    11) med. кончать жизнь самоубийством
    

(ποίῳ ἀπελύσατο τρόπῳ; Soph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Полезное


Смотреть что такое "απολυω" в других словарях:

  • ἀπολύω — destroy utterly pres subj act 1st sg (epic) ἀπολύω destroy utterly pres ind act 1st sg (epic) ἀπολύ̱ω , ἀπολύω destroy utterly pres subj act 1st sg ἀπολύ̱ω , ἀπολύω destroy utterly pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απολύω — απολύω, απέλυσα (σπάν. απόλυσα) βλ. πίν. 5 Σημειώσεις: απολύω : (με αόριστο απόλυσα) έχει και τη σημασία (για εκκλησιαστική ακολουθία) τελειώνω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απολύω — κ. απολάω, αμπολάω, απολνώ, αμολάω (AM ἀπολύω) 1. παύω κάποιον από την εργασία ή την υπηρεσία του 2. αφήνω ελεύθερο από την υπηρεσία στον στρατό 3. διαλύω, διατάζω να διαλυθεί (στράτευμα) νεοελλ. 1. αφήνω ελεύθερο, αποφυλακίζω 2. φρ. «απολάω… …   Dictionary of Greek

  • απολύω — όλυσα, ολύθηκα, ολυμένος 1. λύνω κάποιον από τη στρατιωτική του υποχρέωση, κρίνω μαθητή της τελευταίας τάξης σχολείου ότι τελείωσε με επιτυχία τις σπουδές του: Απολύθηκαν οι κληρωτοί της κλάσης 1995. 2. παύω υπάλληλο, εργάτη κτλ.: Απολύθηκαν ως… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπολύῃ — ἀπολύω destroy utterly aor subj pass 2nd sg (epic) ἀπολύω destroy utterly pres subj mp 2nd sg (epic) ἀπολύω destroy utterly pres ind mp 2nd sg (epic) ἀπολύω destroy utterly pres subj act 3rd sg (epic) ἀπολύ̱ῃ , ἀπολύω destroy utterly pres subj mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολύεσθε — ἀπολύω destroy utterly pres imperat mp 2nd pl (epic) ἀπολύω destroy utterly pres ind mp 2nd pl (epic) ἀπολύ̱εσθε , ἀπολύω destroy utterly pres imperat mp 2nd pl ἀπολύ̱εσθε , ἀπολύω destroy utterly pres ind mp 2nd pl ἀπολύω destroy utterly imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολύετε — ἀπολύω destroy utterly pres imperat act 2nd pl (epic) ἀπολύω destroy utterly pres ind act 2nd pl (epic) ἀπολύ̱ετε , ἀπολύω destroy utterly pres imperat act 2nd pl ἀπολύ̱ετε , ἀπολύω destroy utterly pres ind act 2nd pl ἀπολύω destroy utterly… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολυομένω — ἀπολύω destroy utterly pres part mp masc/neut nom/voc/acc dual (epic) ἀπολύω destroy utterly pres part mp masc/neut gen sg (epic doric aeolic) ἀπολῡομένω , ἀπολύω destroy utterly pres part mp masc/neut nom/voc/acc dual ἀπολῡομένω , ἀπολύω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολυομένων — ἀπολύω destroy utterly pres part mp fem gen pl (epic) ἀπολύω destroy utterly pres part mp masc/neut gen pl (epic) ἀπολῡομένων , ἀπολύω destroy utterly pres part mp fem gen pl ἀπολῡομένων , ἀπολύω destroy utterly pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολυόμεθα — ἀπολύω destroy utterly pres ind mp 1st pl (epic) ἀπολῡόμεθα , ἀπολύω destroy utterly pres ind mp 1st pl ἀπολύω destroy utterly imperf ind mp 1st pl (epic) ἀπολῡόμεθα , ἀπολύω destroy utterly imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολυόμενον — ἀπολύω destroy utterly pres part mp masc acc sg (epic) ἀπολύω destroy utterly pres part mp neut nom/voc/acc sg (epic) ἀπολῡόμενον , ἀπολύω destroy utterly pres part mp masc acc sg ἀπολῡόμενον , ἀπολύω destroy utterly pres part mp neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»